συνεχίζομαι

συνεχίζομαι
continuer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συνεχίζομαι — συνεχίζομαι, συνεχίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • διαρκώ — (AM διαρκῶ, έω) γίνομαι ή υπάρχω για αρκετό χρόνο, συνεχίζομαι, εξακολουθώ μσν. παραμένω σε κάποιο αξίωμα αρχ. 1. επαρκώ, είμαι αρκετός 2. ανταποκρίνομαι στις ανάγκες κάποιου 3. αντέχω …   Dictionary of Greek

  • εξακολουθώ — και ξακολουθώ και ξακολουθάω (AM ἐξακολουθῶ, έω) [ακολουθώ] νεοελλ. 1. συνεχίζω κάτι («εξακολουθεί να μην προσέχει») 2. επαναλαμβάνω («θα εξακολουθήσει τις σπουδές του») 3. χρον. συνεχίζομαι, διαρκώ («το κρύο εξακολουθεί») αρχ. μσν. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • σουρντίζω — και σουρδίζω Ν 1. (μτβ. και αμτβ.) βλέπω, διακρίνω («γέρασε και δεν σουρντίζει πια») 2. (αμτβ.) διαρκώ, συνεχίζομαι, παρατείνομαι («η βροχή σουρντίζει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαρκώ — έω, Α εξακολουθώ να διαρκώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαρκῶ «υπάρχω για αρκετό χρόνο, εξακολουθώ, συνεχίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • εξακολουθώ — εξακολούθησα, μτβ. και αμτβ. 1. κάνω το ίδιο χωρίς διακοπή, συνεχίζω χωρίς να διακόψω. 2. συνεχίζω ύστερα από διακοπή, επαναλαμβάνω: Εξακολούθησε τις σπουδές του μετά τη θητεία του. 3. επιμένω σε κάτι: Αυτή εξακολουθεί το χαβά της. 4. αμτβ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”